Λάρισα, 5 Οκτωβρίου 2023
Ομιλία του βουλευτή Λαρίσης της ΝΔ
δρος Μάξιμου Χαρακόπουλου
στην παρουσίαση του βιβλίου
για τον ιατρό και βουλευτή Νικόλαο Ράπτη
Αιδεσιμότατε,
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Φίλες και φίλοι,
Ομολογώ ότι αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η πρόταση του Νίκου Ράπτη να είμαι εκ των παρουσιαστών του βιβλίου για τον παππού του, ιατρό και βουλευτή Νικόλαο Ράπτη, μετά την περιπέτεια των Εκπαιδευτηρίων που ήταν και για εμένα μια προσωπική δοκιμασία, καθώς κατά τον ψαλμό του Δαυίδ “επληθύνθησαν οι μισούντες με αδίκως”.
Πολλές φορές είναι άχαρος ο ρόλος του κυβερνητικού βουλευτή, που δεν μπορεί να περιορίζεται σε ευχολόγια για την επίλυση ενός προβλήματος -ευχέρεια που έχει ο βουλευτής της αντιπολίτευσης.
Στην πολιτική, όπως έλεγε ο εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής, γίνονται πράγματα που δεν λέγονται. Έκανα εγκαίρως ό,τι περνούσε από το χέρι μου, ενημερώνοντας και πιέζοντας όλους εκείνους που έπρεπε για την επίλυση του προβλήματος των Εκπαιδευτηρίων.
Οφείλω, όμως, ένα mea culpa και θέλω να ζητήσω συγνώμη αν υπήρξαν λάθη από μέρους μου, πρωτίστως γιατί έχασα την ψυχραιμία μου -κάτι ασυγχώρητο για πολιτικό- στην παράσταση διαμαρτυρίας στο Διαχρονικό Μουσείο, αλλά άνθρωπος είμαι κι εγώ.
Κατανοώ τις υπερβολές που υπήρξαν. Δεν έμαθα στη ζωή μου να κρατώ κακία σε κανέναν, ούτε σε όσους ευεργέτησα και “αντί του μάννα έδωκάν με χολή”, πόσο δε μάλλον σε γονείς που αγωνιούσαν για το μέλλον των παιδιών τους ή εκπαιδευτικούς που αγωνιούσαν για την δουλειά τους, και κάποιοι εξ αυτών μπορεί να είπαν και μια κουβέντα παραπάνω.
Από μέρους μου, ψωμί κι αλάτι. Το σημαντικό είναι ότι τα Εκπαιδευτήρια συνεχίζουν την μακρά παράδοση ποιοτικής εκπαίδευσης με βάση τις σταθερές αξίες που εμφύσησε η αείμνηστη δεσποινίς Μαίρη Ράπτη.
Μετά από αυτό τον μικρό πρόλογο θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο Ράπτη για τη πρόταση να είμαι εκ των παρουσιαστών του βιβλίου γιατί μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω καλλίτερα μια σημαντική προσωπικότητα της επιστημονικής και πολιτικής ζωής της Λάρισας, πρωτίστως, όμως, έναν φλογερό πατριώτη.
Ανατρέχοντας στις αγορεύσεις του στη βουλή στην ταραγμένη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο ένιωσα μελαγχολία για το επίπεδο της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Δεν ξέρω αν στην εποχή του τικ τοκ και της υπερβολικής επένδυσης στην επικοινωνία θα είχαν τύχη πολιτικοί όπως ο Νικόλαος Ράπτης.
Διαβάζοντας τη συναρπαστική, δημιουργική, πολύπλευρη και γεμάτη προσφορά στον συνάνθρωπο, αν και σχετικά σύντομη, ζωή του Νικολάου Ράπτη –πέθανε σε ηλικία 57 ετών- θεωρώ ότι έλαβα μια καίρια απάντηση σε ένα ερώτημα που από καιρό επανερχόταν στο μυαλό μου.
Κι αυτό ήταν το πώς κατέστη δυνατή η επιβίωσις της Ελλάδος από τα τόσα δεινά και τις τόσες εθνικές καταστροφές.
Και πώς, τελικά, κατόρθωσε να αναπτυχθεί, οικονομικά, κοινωνικά, πνευματικά, στις δύσκολες δεκαετίες που ακολούθησαν την μικρασιατική καταστροφή, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την ζοφερή κατοχή και, δυστυχώς, τον αιματηρό αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Διαβάζοντας αυτό το εξαιρετικά περιεκτικό βιβλίο, προϊόν ενδελεχούς έρευνας από τους συγγραφείς του, τον λόγιο ιστοριοδίφη Νικόλαο Παπαθεοδώρου και την κ. Μαίρη Γιώτσα, νομίζω ότι η επιτυχία έγκειται πρωτίστως στις αξίες που παρέμειναν ισχυρές εντός της ελληνικής κοινωνίας, και αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά της.
Δηλαδή την αξία της τίμιας εργατικότητας. Να βγάζεις το ψωμί σου με τον κόπο σου, με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Να μην περιμένεις κανείς να σε συντηρήσει.
Την αξία της μόρφωσης. Το σχολείο αποτελούσε το ιδανικό εργαστήρι της μεταμόρφωσης του νέου, που ο δάσκαλος είχε καθήκον να οδηγήσει τον μαθητή βήμα-βήμα στην κλίμακα ενός ολοκληρωμένου, ηθικού ανθρώπου.
Και, τέλος, την αξία της οικογένειας. Παρ’ όλα τα προβλήματα που πάντοτε διέπουν τις οικογενειακές σχέσεις, η οικογένεια συνιστούσε τον πυρήνας της κοινωνικής ζωής. Εκεί όπου οικοδομούνταν οι βασικές της αρχές. Μια οικογένεια που ήταν στήριγμα και καταφύγιο για το κάθε μέλος της, και, ταυτόχρονα, πηγή δύναμης και ελπίδας για να υπερπηδηθούν όλες οι αντιξοότητες.
Μοιραία, βέβαια, αναφύονται συγκρίσεις με το σήμερα. Και μάλλον μελαγχολούμε για το πώς προσλαμβάνονται αυτές οι αξίες σε ένα τμήμα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Η επιτυχία, όμως, εκείνων των δεκαετιών, που ο ελληνισμός πέρασε δια πυρός και σιδήρου, οφείλετο και στην εμφάνιση και δράση πολλών ισχυρών προσωπικοτήτων. Σε ανθρώπους που συνδύαζαν στέρεες αρχές και υψηλό ήθος. Που διακατέχονταν από διάθεση προσφοράς προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο αλλά και εν γένει στην κοινωνία. Από ακαταπόνητη εργατικότητα για την επίτευξη των υψηλών στόχων τους. Από εμπιστοσύνη για τα επιτεύγματα της επιστήμης, τα οποία, με ακαταπόνητη μελέτη, επεδίωξαν να κατακτήσουν. Και τέλος, με ακατάβλητη, αυτοθυσιαστική, ασυμβίβαστη φιλοπατρία, που ίστατο υψηλότερα από κάθε τι.
Τέτοιος ακριβώς άνθρωπος ήταν ο Νικόλαος Ράπτης. Συνδύαζε όλα αυτά τα στοιχεία με την ίδια ένταση. Του ευσυνείδητου επιστήμονα, του καλού οικογενειάρχη, του έντιμου πολιτικού, του φλογερού πατριώτη.
Ως Ιατρός, σπουδαγμένος σε Ελλάδα και Γαλλία, εντρύφησε επαρκώς στην επιστήμη του την δεκαετία του 1920 -είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιο σημείο στο βιβλίο αναφέρεται πως οι συγκάτοικοι-συμφοιτητές έφερναν το πτώμα που έκαναν τις μελέτες τους στο σπίτι και το έβαζαν κάτω από το κρεββάτι.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του, που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα της ιατρικής, επιδόθηκε στην εξάσκησή της, ψυχή τε και σώματι. Με την Πολυκλινική που ίδρυσε την πόλη της Λάρισας ανύψωσε σε νέο ποιοτικό επίπεδο τις ιατρικές υπηρεσίες, και σηματοδότησε το πέρασμά τους σε μια νέα εποχή.
Στον όρκο του Ιπποκράτη παρέμεινε πιστός σε κάθε συγκυρία της ζωής του. Είτε αυτή ήταν στα χρόνια του έπους του 1940, όπου στις δυσκολότερες συνθήκες περιέθαλπε τους τραυματίες και ασθενείς του μετώπου στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Είτε και σε αυτήν ακόμη την Ιταλία, όπου είχε σταλεί εξόριστος λόγω της πατριωτικής του δράση στα χρόνια της κατοχής.
Θα ήθελα, ωστόσο, να παρατηρήσω ότι η εμπιστοσύνη στην επιστήμη δεν τον οδήγησε σε μια υλιστική αντίληψη της ζωής και του κόσμου.
Αντιθέτως, σε δύο εξαιρετικής ποιότητας φιλοσοφικά κείμενα, που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο, αντιλαμβανόμαστε μια βαθιά καλλιεργημένη σκέψη, η οποία δοκίμαζε με επάρκεια να συνδυάσει το υλικό με το πνευματικό.
Αποδίδοντας τα του καίσαρος των καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ, αποδέχεται τον ύψιστο ρόλο που διαδραματίζει η θρησκεία στον άνθρωπο και στην πνευματική του συγκρότηση.
Μάλιστα, δεν διστάζει να ασκήσει κριτική στον τότε επίσκοπο, γράφοντας σε άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθερία στις 13 Απριλίου 1948, υπό τον τίτλο “Πνεύμα και Ύλη”, “βεβαίως εργασία σοβαρά και καθήκοντα υψηλά αναγκάζουν τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ. Δωρόθεο να ζει μακράν του ποιμνίου του, αλλά τολμώ να είπω ότι καμία υπηρεσία δεν θα ήτο υψηλοτέρα εκείνης που θα προσέφερε αν ευρίσκετο κοντά στους Χριστιανούς του, οι οποίοι τόσον ανάγκη έχουν σήμερον του θαυμασίου κηρύγματός του”.
Ο Νικόλαος Ράπτης συνιστά αναμφίβολα το διαχρονικό πρότυπο του ιδανικού Ιατρού, και παραμένει πάντοτε το ορθό παράδειγμα για όσους ασκούν το ιατρικό λειτούργημα.
Ταυτόχρονα, όμως, ο μεγάλος αυτός επιστήμονας δεν περιορίστηκε στην προσφορά του στην ιατρική. Εντός του έκαιγε διαρκώς η φιλοπατρία που την εξέφραζε με κάθε ευκαιρία.
Ασφαλώς, το απόγειο της πατριωτικής του δράσης αποτέλεσε η πρωτοβουλία του, μαζί με τον μεγάλο ευπατρίδη της πολιτικής Ευάγγελο Αβέρωφ, να θέσουν τέρμα στις ενέργειες της ολιγάριθμης ομάδας των προδοτών που συγκρότησαν τη λεγόμενη ρωμαϊκή λεγεώνα.
Συνεχιστές των καλύτερων παραδόσεων του βλαχόφωνου ελληνισμού, που πάντοτε βρέθηκε στην πρωτοπορία των εθνικών αγώνων και της προσφοράς προς την πατρίδα, ο Ράπτης, ο Αβέρωφ και οι σύντροφοί τους, επιφανείς βλαχόφωνοι πολίτες, συστήνουν την νέα Φιλική Εταιρεία.
Με άρθρα τους που με παρρησία δημοσιεύουν, παρά τους κινδύνους, ακυρώνουν τα ψεύδη των προδοτών της Λεγεώνας. Επιβεβαιώνουν ότι οι κουτσόβλαχοι έχουν μόνον ελληνική συνείδηση, και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να την αμφισβητήσει. Με τη δράση τους, η προδοτική ομάδα, που καθοδηγείται από τον ιταλικό και ρουμανικό φασισμό, καθίσταται απόβλητη.
Τα ύπουλα σχέδια για δημιουργία δήθεν βλαχικού κρατιδίου καταρρέουν ήδη από την αρχή της εφαρμογής τους, χάρη στην γενναιότητα αυτών των σπουδαίων ανδρών και στην καθολική αντίδραση του πληθυσμού, ανεξάρτητα από κομματική ένταξη.
Όπως θα γράψει ο ίδιος ο Ράπτης, μάλλον με μετριοφροσύνη, “με την μικρή αυτή αντίσταση οι Κουτσόβλαχοι δείξαμε πως πρέπει να ξέρουμε ότι, όταν η Πατρίς, το Κράτος, και υπ’ αυτή όλες οι Δικαστικές και άλλες Εξουσίες υποδουλώνονται αναγκαστικά στον Κατακτητή, μένουν τα άτομα να ξεκινήσουμε τον αγώνα, διότι από αυτά περιμένει η Πατρίς:.
Βεβαίως, η αντιστασιακή δράση είχε αντίτιμο. Ο Ράπτης, ο Αβέρωφ και δεκάδες άλλοι βλαχόφωνοι βρέθηκαν στα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ειδικά στην αρχή, στην Καλαβρία, οι συνθήκες ήταν οδυνηρές. Τις αναμνήσεις του από αυτήν την εξορία τις περιγράφει ο Ευάγγελος Αβέρωφ στο βιβλίο του “Όταν ξεχνούσαν οι Θεοί”.
Η επιστροφή του Νικολάου Ράπτη στην Ελλάδα το 1945 από την Ελβετία, όπου είχε καταφύγει μετά την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Αυτό της πολιτικής, κοινοβουλευτικής δραστηριότητας.
Γιατί όπως ο ίδιος ανέφερε σε συνέντευξή του “είναι προσωπική μας πίστις ότι δια να προοδεύση ένας τόπος, δεν ημπορεί τούτο να συμβή αυτομάτως, αλλά είναι οι κάτοικοι του τόπου αυτού εκείνοι οι οποίοι έχουν υποχρέωσιν να συντελέσουν εις τούτο. Τούτο υπήρξε δι’ ημάς, βασική αρχή της ζωής μας, και όνειρόν μας, ήτο να συντελέσωμεν, όσον αφορά ημάς, εις αυτήν την πρόοδον του τόπου”.
Αναμφισβήτητα, αυτή θα έπρεπε να είναι μια γενική αρχή. Η πρόοδος ενός τόπου συνιστά, όπως έλεγε ο Ράπτης, συνισταμένη των ατομικών πρωτοβουλιών. Δεν υπάρχει από μηχανής Θεός, αυτόκλητος σωτήρας. Κάτι στο οποίο συχνά αρεσκόμαστε και στη χώρα μας. Είμαστε εμείς, οι πολίτες, με την εργασία, την επιμονή και τις επιλογές μας που συμβάλλουμε για να ευημερήσει ο τόπος μας.
Η κοινοβουλευτική δράση του Nικόλαου Ράπτη διήρκησε 10 χρόνια. Αρχικά εκλέχθηκε το 1946 και κατόπιν το ’50 με τον Γεώργιο Παπανδρέου και ακολούθως το 1952 με τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο και τον Συναγερμό.
Παράλληλα με την συνεπή προώθηση των αιτημάτων των κατοίκων της Λάρισας, και τον στόχο για την ανάπτυξη της περιοχής, ιδίως μέσω της αγροτικής παραγωγής, και τη δημιουργία απαραίτητων υποδομών, όπως ο εξηλεκτρισμός της, δεν εγκατέλειψε την υπόθεση του βλαχικού ελληνισμού.
Απαίτησε εξ αρχής την επιβολή της δικαιοσύνης απέναντι σε όσους πρόδωσαν την πατρίδα κατά την κατοχή. Ιδιαίτερα προσπάθησε να συμπεριληφθεί στο πλαίσιο των διπλωματικών σχέσεων που συνήφθησαν με τη νέα δημοκρατική Ιταλία η καταδίκη των ενεργειών του φασιστικού καθεστώτος για υποκίνηση βλαχικού ζητήματος.
Όπως, μάλιστα, έγραφε ο ίδιος στις 12 Αυγούστου 1946, με αφορμή την επικείμενη επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδος και Ιταλίας, με πρωτοβουλία του μεγάλου Ιταλού Χριστιανοδημοκράτη πολιτικού, και τότε πρωθυπουργού, Ντε Γκάσπερι, «αναμφισβήτως είναι ανάγκη επαναλήψεως των σχέσεων όλων των κρατών, αλλά με μια θεμελιώδη προϋπόθεση: εκκαθάρισις των εκκρεμών λογαριασμών με αναγνώριση όλων των εναντίων μας διαπραχθεισθών καταστροφών και βιαιοτήτων, το οποίο θα σημαίνει έμπρακτη αποδοκιμασία του εκλιπόντος φασιστικού καθεστώτος».
Πόσο επίκαιρα ακούγονται όλα αυτά ενόψει του επικείμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου και την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Χριστιανών της Ανατολής.
Φίλες και φίλοι,
Δυστυχώς, το βλάχικο ζήτημα δεν έχει λήξει. Όχι βεβαίως στην Ελλάδα, αλλά στα γειτονικά μας κράτη, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, όπου συνεχίζεται η ρουμανική προπαγάνδα, που επιδιώκει να προσεταιριστεί τους βλαχόφωνους πληθυσμούς, προσφέροντάς τους διαβατήριο του ρουμανικού κράτους, που σημαίνει βεβαίως και ελεύθερη μετακίνηση στην ΕΕ.
Αναμφίβολα, αν ο Νικόλαος Ράπτης ζούσε περισσότερο θα είχε ακόμα περισσότερα να προσφέρει στον τόπο. Αν και οι πολιτικές ίντριγκες ποτέ δεν έλειψαν, και άνθρωποι με ικανότητες δεν μπόρεσαν να προσφέρουν αυτό που θα ήθελαν, ο πολυτάλαντος, εργατικός και οραματιστής Ράπτης θα έβρισκε τρόπο να πράξει αυτό που θεωρούσε ως καθήκον του.
Αντί επιλόγου στην παρέμβασή μου θα ήθελα να διαβάσω την κατάληξη μιας αγόρευσής του Νικόλαου Ράπτη στις 30 Νοεμβρίου 1954 στην Ολομέλεια της βουλής, που με άγγιξε ιδιαίτερα.
Απευθυνόμενος στους συναδέλφους του λέει ότι “Θα πρέπει να μη ομοιάζωμεν με τους παλαιούς ιατρούς, οι οποίοι καλούμενοι δεύτεροι εις ένα ασθενή, πετούσαν τα φάρμακα, λέγοντες ότι είναι ακατάλληλα και τοιουτοτρόπως εδημιούργουν δυσπιστίαν των ασθενών προς τους ιατρούς. Η πολιτική θα πρέπει να παύσει να είναι συνώνυμος με τη λέξη ψεύδος ή απάτη, διότι η πολιτική πρέπει αν αποτελεί ύψιστη αρετήν”.
Μακάρι αυτή η προτροπή είναι πυξίδα στη ζωή όλων των πολιτευομένων.
Σας ευχαριστώ.